-
1 снеготаяние
το λιώσιμο του χιονιού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снеготаяние
-
2 оттепель
-
3 разлив
1. (половодье) η πλημμύρα, η υπερχείλιση του ποταμού (κατά το λιώσιμο του χιονιού και πάγου) 2. (распространение жидкости по поверхности) η εξάπλωση (υγρού) στην επιφάνεια 3. (по бутылкам) η εμφιάλωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разлив
-
4 снеготаялка
снеготаялкаж ἡ μηχανή γιά τό λιώσιμο τοῦ χιονιοῦ. -
5 вытаять
-тает, ρ.σ.1. λιώνω, τήκομαι•снег -ял το χιόνι έλιωσε.
2. εμφανίζομαι,προβάλλω κάτω από το χιόνι•-ла тропинка με το λιώσιμο του χιονιού φάνηκε το μονοπάτι.
См. также в других словарях:
Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… … Dictionary of Greek
σολδανέλλα — (soldanella). Πολυετής πόα της οικογένειας των Πριμουλιδών (δικοτυλήδονα), χαρακτηριστικό είδος της αλπικής χλωρίδας. Φυτρώνει στις ορεινές ζώνες (1.500 2.300 μ.) αμέσως μετά το λιώσιμο του χιονιού. Τα φύλλα της είναι όλα παράρριζα, μακρόμισχα με … Dictionary of Greek